- συνήθ(ε)ιο
- το, Ν1. συνήθεια2. έθος, έθιμο («κάθε τόπος και συνήθειο», δημ. γνωμ.)3. στον πληθ. τα συνήθ(ε)ιατα έμμηνα τών γυναικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. < συνηθίζω (πρβλ. συμπαθώ > συμπάθιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδέχομαι — (συνήθ. μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δέχομαι κάτι επάνω μου, το ανέχομαι, το επιτρέπω, παίρνω από: Το ζήτημα δεν επιδέχεται αναβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek
άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
έλμινς — η (συνήθ. στον πληθ. έλμινθες, οι) (Α ἕλμινς και ἕλμις) σκουλήκι που ζει παρασιτικά στον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος) … Dictionary of Greek
ένθεος — η, ο και ένθους, ουν (AM ἔνθεος, ον και ἔνθους, ουν) αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.) νεοελλ. (συνήθ. το συνηρ. ένθους) ενθουσιώδης,… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ακροπρεπίδι — το συνήθ. στον πληθ. τα ακροπρεπίδια γαρνιτούρα που προσαρτάται στις άκρες γυναικείων φορεμάτων, όπως ο «φραμπαλάς», τα «βολάν» κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πρεπίδι] … Dictionary of Greek
ακροχειρίζω — ἀκροχειρίζω (Α) 1. παίρνω κάτι με την άκρη τού χεριού μου 2. (συνήθ. το μεσ.) αγωνίζομαι από κοντά, όσο φτάνει το χέρι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ. ΠΑΡ. αρχ. ἀκροχείρισις, ἀκροχειρισμός, ἀκροχειριστής] … Dictionary of Greek